Φούλτον, Ρόμπερτ

Φούλτον, Ρόμπερτ
(Fulton, Φούλτον, πρώην Λιτλ Μπρίτεν 1765 – Νέα Υόρκη 1815). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης, διάσημος για τις ευφυείς εφαρμογές του στον τομέα της μηχανικής, των ναυπηγικών κατασκευών, της ναυσιπλοΐας και της υδραυλικής. Αφού εγκατέλειψε τη ζωγραφική, με την οποία είχε ασχοληθεί αρχικά, πήγε στην Αγγλία, όπου μελέτησε τεχνικά προβλήματα και πέτυχε το πρώτο του δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα σύστημα που μπορούσε να εφαρμοστεί στην εσωτερική ναυσιπλοΐα. Κατά το 1800 ασχολήθηκε με τη μελέτη τορπιλών και υποβρύχιων σκαφών: το 1801, με τη βοήθεια της γαλλικής κυβέρνησης κατασκεύασε το μικρό υποβρύχιο Nautillus, του οποίου η έλικα ήταν χειροκίνητη. Αργότερα ασχολήθηκε με τη χρησιμοποίηση του ατμού για την πρόωση των πλοίων και το 1803 κατασκεύασε μικρό ατμόπλοιο, που δοκιμάστηκε με επιτυχία στον Σηκουάνα. Όταν επέστρεψε στην Αμερική, σχεδίασε το μικρό ατμόπλοιο Clermont, που, κινούμενο με ισχυρή μηχανή πρόωσης, εκτελούσε κανονικά ταχυδρομικά δρομολόγια μεταξύ Νέας Υόρκης και Άλμπανι. Με πρωτοβουλία του κατασκευάστηκαν στη συνέχεια άλλα ατμόπλοια, με τα οποία αναπτύχθηκε η εσωτερική ναυσιπλοΐα μεταξύ των διαφόρων πολιτειών. Το 1814 σχεδίασε μικρή πολεμική μονάδα με τροχήλατη πρόωση, αφού προοριζόταν για την άμυνα του λιμένα της Νέας Υόρκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πανόραμα — Μεγάλη εικόνα τοποθετημένη κυκλικά, σ’ όλη την έκταση μιας οικοδομής κατασκευασμένης για τον σκοπό αυτό, ώστε ο θεατής, που βρίσκεται στο κέντρο, να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά στην πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται και για ένα… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”